- ἀναλογίζεται
- ἀναλογίζομαιreckon uppres ind mp 3rd sgἀναλογίζομαιreckon uppres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναλόγιστος — η, ο 1. αυτός που δεν αναλογίζεται, δεν σκέφτεται κάτι 2. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, ο ανυπολόγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναλογιστός < αναλογίζομαι. Η σημ. τής αρνήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου. Η λ. μαρτυρείται στον… … Dictionary of Greek
φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… … Dictionary of Greek